Τρίτη 2 Αυγούστου 2011

ΠΑΛΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ - Ο ΚΑΡΟΠΟΙΟΣ

Ο ΚΑΡΟΠΟΙΟΣ
(ΑΡΘΡΟ: ΘΕΜΗΣ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗΣ)
φωτογραφία: www.thrakiki.gr

Μιλήσαμε για τον πεταλωτή, ας μάθουμε τώρα για τον καροποιό. Στην Αδριανή θυμάμαι δυο καροποιεία. Του Αλέκου Αραμπατζή και του Μιχάλη Μιχαηλίδη. Δεν ασχολούνταν μόνο με τα κάρα (σούστες) αλλά και με άλλες εργασίες γύρω από εργαλεία, τις τσάπες, τα δικέλλια, τα υνιά για τα αλέτρια κ.τ.λ. Το υνί  είναι το μαχαίρι στο αλέτρι. Αυτό κόβει το χώμα και είναι αφαιρούμενο με δυο βίδες. Όταν δεν έκοβε καλά το αφαιρούσαμε και το πηγαίναμε ή στον Αλέκο ή στον Μιχάλη τον Τάζογλου και τα δούλευαν εν θερμώ στο καμίνι να γίνουν κοφτερά. Αυτό για δυο φορές, μετά αγοράζαμε καινούργιο.
Όλοι έχουμε δει το κάρο, με δύο ή τέσσερις ρόδες. Με δύο ήταν ελαφρύ τύπου για γαϊδουράκια και το στάθμευες όπου ήθελες με τα χέρια. Τέτοια είχε αρκετά στο χωριό και συνήθως τα είχαν αυτοί που είχαν μικρή παραγωγή η δεν είχαν χώρο για μεγαλύτερο. Μετά ήταν τα μεγάλα κάρα (βοϊδάμαξα βαρέως τύπου), όπως σήμερα θα λέγαμε μονομπλόκ σασί για πολλά βάρη. Αυτά τα δούλευαν με άλογα. Στην εξέλιξη ήρθαν οι σούστες, πιο μαζεμένα με τέσσερις ρόδες. Σούστα λεγόταν γιατί είχε ανάρτηση πίσω-μπρος. Ανάλογα πόσο βαρέως τύπου την ήθελες, σου έβαζαν και τα ανάλογα φύλλα σούστας. Αυτή που είχαμε εμείς ήταν βαρέως τύπου. Στη φυτεία του καπνού γέμιζα τρεις βαρέλες με νερό και δεν καθόταν οι σούστες, ενώ όταν φόρτωνα το σιτάρι από την κομπίνα μέχρι 1000 κιλά το καταλάβαινε.
Όλη η τέχνη στον καροποιό ήταν οι ρόδες. Οι ακτίνες, η στεφάνη, όλα χειροποίητα από ξύλο οξιάς. 8 ώρες μακριά από το χωριό είναι τα δάση απ’ όπου έφερναν ξύλα με τα ζώα. Έκοβαν στην κορδέλα τους κορμούς σε τετράγωνα, στα μήκη που ήθελαν και τα αποθήκευαν  πολύ καιρό για να στεγνώσουν καλά .Το στρογγύλευμα του ξύλου της ακτίνας γινόταν με το χέρι. Μετά ήταν η στεφάνη από σίδερο που το δούλευαν στο καμίνι να γίνει το στρογγύλευμα και ο ομφαλός είχε πολύ δουλεία. Τώρα πως έβαζαν τη στεφάνη το σίδερο στη ξύλινη ρόδα. Έβαζαν τη στεφάνη τη σιδερένια σε τάκους να μη ακουμπά στο χώμα και γύρω-γύρω ξυλαράκια στην αρχή και μετά πιο μεγάλα αρκετή ώρα μέχρι η λάμα να κοκκινίσει, ωστόσο είχαν στερεωμένη καλά την ξύλινη ρόδα έπαιρναν τη στεφάνη με τσιμπίδες και γρήγορα την κάθιζαν στη ρόδα και γρήγορα με σφυριά τη χτυπούσαν σε όλη την περιφέρεια και καθόταν μια χαρά. Έπαιρναν και τα ξύλα φωτιά όλα γίνονταν μια χαρά. και μετά πολύ νερό για να σβήσει η φωτιά και να κρυώσει το σίδερο. Θα καταλάβατε ότι όλο αυτό γίνονταν για τη διαστολή του σιδήρου ώστε να γίνει πολύ καλή εφαρμογή και να μη διαλύσει η ρόδα το καλοκαίρι με τη ζέστη. Οι ρόδες με τον άξονα δεν είχαν ρουλεμάν αλλά ήταν με δαχτυλίδι. Στη φυτεία βάζαμε πιο συχνά γράσο γιατί μπαίναμε μέσα στις γκιόλες να γεμίσουμε τα βαρέλια γρήγορα με νερό (η γκιόλα για όσους δε ξέρουν είναι η χωμάτινη δεξαμενή με 1-2 μέτρα νερό όπου έμπαινες μέσα με τη σούστα και το ζώο). Μετά γινόταν το κάσωμα και η βαφή. Ανάλογα πως την ήθελες με φρου-φρου ή σκέτο ένα χρώμα. Στον Άγιο Αθανάσιο (Μπόργιανη) είχαν οργανωθεί καλύτερα και τις έβαφαν με πολλά και ωραία χρώματα και λουλουδάκια. Πολύ καλή δουλειά. Γι’ αυτό είχαν πελάτες από όλη την Ελλάδα.
Το ζέψιμο του ζώου στη σούστα, είχε δυο τρόπους. Με αλυσίδες και με στραβόξυλο. Το στραβόξυλο είναι ένα τόξο κλειστό πάνω απ’ κεφάλι του ζώου. Βάζαμε το χαμούτι στο λαιμό του ή με αλυσίδες ή με λουριά για στραβόξυλο. Η άλλη εξάρτηση του ζώου ήταν το καπίστρι. Αυτό το βάζαμε στο κεφάλι και συγχρόνως περνάγαμε κι ένα σίδερο στο στόμα του. Πάνω σε αυτό το σίδερο ήταν τα χαλινάρια (τιμόνι). Στα μάτια του είχε και δυο παρωπίδες για να βλέπει μόνο εμπρός. Με τις σούστες υπήρχαν προβλήματα με τις κατηφόρες, ιδιαίτερα σε άσφαλτο. Γι’ αυτό το λόγο τις εφοδίαζαν με φρένο. Ιδιαίτερα όταν πηγαίναμε διακοπές στην Καβάλα, στην Καλαμίτσα υπήρχαν πολλά «γκιντίκια» (έτσι λένε τις ανηφόρες-κατηφόρες) και για να μη γλιστράμε, φρένο. Το φρένο ήταν ένα παπούτσι σιδερένιο με ένα κομμάτι αλυσίδας. Ανάλογα το μήκος, σηκώναμε τη μια ρόδα από τις πίσω και την καθίζαμε επάνω στο φρένο. Την αλυσίδα την δέναμε κάπου επάνω στη σούστα, οπότε υπήρχε η τριβή του φρένου. Στην κατηφόρα το ζώο έκανε μια σχετική προσπάθεια και έτσι ο οδηγός ήταν ήσυχος.