ΠΑΛΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ

ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΑΜΑΡΑ
________________________________________________________

ΠΑΛΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ - Ο ΓΑΝΩΤΗΣ

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: www.entre.gr

Ο ΓΑΝΩΤΗΣ
(ΑΡΘΡΟ: ΘΕΜΗΣ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗΣ)
ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΑΝ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ, ΕΙΝΑΙ Ο ΓΑΝΩΤΗΣ ή ΓΑΝΩΤΖΗΣ ή ΓΑΝΩΜΑΤΗΣ ή ΚΑΛΑΪΤΖΗΣ. ΠΟΛΛΟΙ ΝΕΟΙ ΘΑ ΠΟΥΝ, ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ? ΝΑΙ, ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΥΠΗΡΧΕ Ο ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ Ο ΓΑΝΩΤΗΣ.
ΤΙ ΕΚΑΝΕ Ο ΓΑΝΩΤΗΣ; ΟΛΑ ΤΑ ΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΚΟΥΖΙΝΑΣ (ΚΟΥΤΑΛΙΑ, ΠΙΡΟΥΝΙΑ, ΚΑΤΣΑΡΟΛΕΣ) ΤΑ ΓΑΝΩΝΑΜΕ ή ΠΙΟ ΣΩΣΤΑ ΤΑ ΕΠΙΚΑΣΣΙΤΕΡΩΝΑΜΕ. Ο ΓΑΝΩΤΗΣ ΕΙΧΕ ΜΙΑ ΜΕΤΑΦΕΡΟΜΕΝΗ ΓΚΑΖΙΕΡΑ ΠΙΕΣΗΣ (ΣΥΣΚΕΥΗ ΘΕΡΜΟΤΗΤΑΣ ΟΠΩΣ ΤΟ ΓΝΩΣΤΟ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΠΕΤΡΟΓΚΑΖ) ΚΑΙ ΓΥΡΙΖΕ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΦΩΝΑΖΕ «Ο ΓΑΝΩΤΗΣ». Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΟΥ ΓΑΝΩΜΑΤΟΣ ΓΙΝΟΤΑΝ ΩΣ ΕΞΗΣ: ΣΤΟ ΕΠΑΝΩ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΓΚΑΖΙΕΡΑΣ, ΕΚΕΙ ΟΠΟΥ ΕΒΓΑΙΝΕ Η ΦΛΟΓΑ, ΕΙΧΕ ΕΝΑ ΣΚΕΥΟΣ ΟΠΩΣ ΕΝΑ ΜΕΤΡΙΟ ΜΠΡΙΚΙ ΤΟΥ ΚΑΦΕ. ΕΚΕΙ ΜΕΣΑ ΕΙΧΕ ΚΑΣΣΙΤΕΡΟ ΚΑΙ ΣΕ ΑΛΛΟ ΤΕΝΕΚΕΔΑΚΙ ΕΙΧΕ ΥΔΡΟΧΛΩΡΙΚΟ ΟΞΥ (ΒΙΤΡΙΟΛΙ). ΜΕ ΤΟ ΥΓΡΟ ΑΥΤΟ (ΒΙΤΡΙΟΛΙ), ΚΑΘΑΡΙΖΕ ΤΟ ΠΙΡΟΥΝΙ ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΓΙΑ ΓΑΝΩΜΑ ΚΑΙ ΑΝΑΒΕ ΤΗ ΓΚΑΖΙΕΡΑ ΓΙΑ ΝΑ ΛΙΩΣΕΙ Ο ΚΑΣΣΙΤΕΡΟΣ (ΚΑΛΑΙ). ΕΠΕΙΤΑ ΚΡΑΤΟΥΣΕ ΤΟ ΠΙΡΟΥΝΙ ΜΕ ΜΙΑ ΤΣΙΜΠΙΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΒΟΥΤΟΥΣΕ ΜΕΣΑ ΜΕΧΡΙ ΤΗ ΜΕΣΗ. ΟΤΑΝ ΤΟ ΕΒΓΑΖΕ, ΕΙΧΕ ΕΝΑ ΚΟΜΜΑΤΙ ΒΑΜΒΑΚΙ ΚΑΙ ΚΑΘΑΡΙΖΕ ΤΟ ΓΑΝΩΜΕΝΟ ΜΕΡΟΣ ΩΣΤΕ ΝΑ ΕΧΕΙ ΙΔΙΟ ΣΤΡΩΜΑ ΥΛΙΚΟΥ. ΑΦΟΥ ΚΡΥΩΝΕ, ΤΟ ΓΥΡΙΖΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΒΟΥΤΟΥΣΕ ΠΑΛΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΚΑΛΑΙ ΚΑΙ ΞΑΝΑ ΣΚΟΥΠΙΣΜΑ ΜΕ ΤΟ ΒΑΜΒΑΚΙ. ΕΤΣΙ ΤΟ ΠΙΡΟΥΝΙ ΜΑΣ ΑΠΟ ΜΑΥΡΟ ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΓΙΝΟΤΑΝ ΚΑΙΝΟΥΡΙΟ, ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΟΠΤΙΚΑ. ΑΥΤΟ ΓΙΝΟΤΑΝ ΤΟ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΤΟ ΧΡΟΝΟ ΓΙΑΤΙ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΕΚΕΙΝΗ ΔΕΝ ΕΙΧΑΜΕ ΑΝΟΞΕΙΔΩΤΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΚΟΥΖΙΝΑΣ.
ΑΛΛΑ ΣΚΕΥΗ ΠΟΥ ΓΑΝΩΝΑΜΕ ΗΤΑΝ ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΧΑΛΚΙΝΑ ΚΑΖΑΝΙΑ (ΑΠΟ ΜΠΑΚΙΡΙ, ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΓΝΩΣΤΑ). ΕΔΩ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΟΣΟΧΗ ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΚΑΛΟ ΓΑΝΩΜΑ ΓΙΑΤΙ ΕΚΕΙ ΒΡΑΖΑΜΕ ΤΟΥΣ ΤΡΑΧΑΝΑΔΕΣ, ΤΑ ΠΕΤΜΕΖΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΡΕΤΣΕΛΙΑ (ΓΛΥΚΑ ΑΠΟ ΣΤΑΦΥΛΙΑ). ΑΝ ΤΟ ΚΑΖΑΝΙ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΚΑΛΑ ΓΑΝΩΜΕΝΟ, ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΡΜΟΤΗΤΑ ΓΙΝΟΤΑΝ ΜΙΑ ΧΗΜΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΚΑΙ ΕΙΧΑΜΕ ΔΗΛΗΤΗΡΙΑΣΕΙΣ. ΕΠΙΣΗΣ, ΠΟΛΥ ΕΥΑΛΩΤΟ ΗΤΑΝ ΤΟ ΚΑΖΑΝΙ ΣΤΟ ΓΙΑΟΥΡΤΙ ΚΑΘΩΣ ΤΑ ΟΞΕΑ ΤΟΥ ΓΙΑΟΥΡΤΙΟΥ ΟΞΕΙΔΩΝΑΝ ΤΟ ΧΑΛΚΟ.
ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΣΧΕΤΙΚΟ ΜΕ ΤΟ ΓΑΝΩΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΓΙΑΟΥΡΤΙ. ΤΟ 1974 ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ, ΒΡΕΘΗΚΑ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΞΑΝΘΗ ΜΕ ΤΗΝ ΜΟΝΑΔΑ ΤΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ ΣΤΡΑΤΟΥ. ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΑΠΟ ΤΑ ΓΥΡΩ ΧΩΡΙΑ ΜΑΣ ΕΦΕΡΝΑΝ ΦΑΓΗΤΑ. ΚΑΠΟΙΟΣ ΜΑΣ ΕΦΕΡΕ ΓΙΑΟΥΡΤΙ ΣΕ ΧΑΛΚΙΝΟ ΣΚΕΥΟΣ, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΜΑΛΛΟΝ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΚΑΛΑ ΓΑΝΩΜΕΝΟ ΚΑΙ ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΠΟΥ ΦΑΓΑΜΕ ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΤΟΝ ΠΑΤO, ΜΕΙΝΑΜΕ ΔΥΟ ΜΕΡΕΣ ΣΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΑΠΟΛΥΘΗΚΑΜΕ. ΤΟ ΓΡΑΦΩ ΑΥΤΟ ΓΙΑ ΝΑ ΞΕΡΕΤΕ ΟΙ ΝΕΟΤΕΡΟΙ, ΠΟΤΕ ΝΑ ΜΗ ΒΑΖΕΤΕ ΦΑΓΩΣΙΜΑ ΣΕ ΧΑΛΚΙΝΟ ΣΚΕΥΟΣ. ΑΛΛΩΣΤΕ ΣΗΜΕΡΑ ΤΑ ΕΧΟΥΜΕ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΦΙΓΟΥΡΑ.
________________________________________________________

ΠΑΛΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ

(ΑΡΘΡΟ: ΣΤΕΛΙΟΣ ΔΕΡΜΙΣΙΑΔΗΣ)
http://komianos.wordpress.com
www.entre.gr

Με  την  εξέλιξη  της  ανθρωπότητας,  πολλά  επαγγέλματα  καταργούνται  και  δημιουργούνται  νέα. 
Στο  χωριό  υπήρχε  το  επάγγελμα  του  σαγματοποιού (κύριο έργο του σαγματοποιού ήταν να φτιάχνει σαμάρια), το  οποίο εξασκούσε  ο  Στέλιος  Σαμαράς. Του σιδερά – καροποιού, το  οποίο εξασκούσε  ο Μιχάλης Μιχαηλίδης «Ο Καροποιός», έτσι  τον  γνωρίζαμε  όλοι.  Αυτός κατασκεύαζε  αλέτρια,  υνιά,  δρεπάνια,  τσάπες,  κασμάδες,  κάρα  και  αργότερα  σούστες, που  ήταν η  εξέλιξη  του  κάρου. Τον Μιχάλη διαδέχτηκαν  ο  Αλέκος  Αραμπατζής   και  ο  Μιχάλης  Τάζογλου.   Όπως  βλέπετε  και  το  επώνυμο  του  πρώτου  είναι  σχετικό  με  το  επάγγελμα.  Το επάγγελμα του  γανωτή ή γανωματή ή γανωτζή ή «καλαϊτζή»  το  εξασκούσε  ο  Μαρωνίτης,  πατέρας  του  Χαράλαμπου  Μαρωνίτη  και  κάποιος  άλλος  πού  έμενε  στο  συνοικισμό  και  δε  μπορώ  να  θυμηθώ  το  επώνυμό  του.  Πεταλωτής   και  κουρέας  των  γαιδάρων   ήταν  ο  Αργύρης  Τσαλίκης.  Όταν  πετάλωνε,  έδινε  σε  εμάς  τα  παιδιά  ένα  κομμάτι  από  ουρά  αλόγου  για  να  διώχνουμε  τις  αλογόμυγες  που  ενοχλούσαν  τα  ζώα  και  δεν  ηρεμούσαν.  Για  αντάλλαγμα,  μας  έδινε  τρίχες  γαιδάρου  πού  τις  φτιάχναμε  στρόγγυλες  μπάλες  με  την  βοήθεια  της  σαπουνάδας.  Αυτές  δεν  διαλύονταν  εύκολα  όπως  οι  μπάλες  που φτιάχναμε  από  κουρέλια.   Αργότερα, τον  διαδέχτηκε  ο  γιός  του  Κώστας. Ο  Θεόπιστος  Μαυρίδης  επισκεύαζε  και  ενοικίαζε  ποδήλατα.  Το  επάγγελμα  της  πρακτικής  μαμής  το  εξασκούσε  μία  εντόπια  γυναίκα, η Μαριάνθη, μέχρι  που  ήρθε  μία  μαία,  η  Αννούλα,  για  να  κάνει  την  πρακτική  της  εξάσκηση  στο  Αγροτικό  Ιατρείο  του  χωριού.  Για  την  τακτοποίηση  και  καλλωπισμό  των  νεκρών,  φρόντιζε  η  Δέσποινα  Χατζοπούλου.  Το  ξεμάτιασμα  και  το  δήθεν  γήτεμα  από  ιλαρά, κοκίτη  και  άλλες  παιδικές ασθένειες  το  έκανε  η  ‘’μανάκα’’  (γιαγιά)  Δέσποινα  Μαργίδη  και  φυσικά  περνούσε  η  αρρώστια  σε  λίγες  ημέρες  αφού  έκανε  τον  κύκλο  της.  Έτσι  μπορούμε  να  πούμε  ότι  έπιανε  το  γήτεμα,  ψυχολογικά  όμως  μας  ανέβαζε.
Τέλος, αξίζει  να  αναφέρω  τον  Ευάγγελο  Κανούτσο,  όχι  σαν  επαγγελματία  αλλά  σαν  αυτοδίδακτο  ζωγράφο  κολάζ  πού  έφτιαχνε  πίνακες  με  χρωματιστά  φτερά  πουλιών.  
________________________________________________________
Ο ΠΕΤΑΛΩΤΗΣ
(ΑΡΘΡΟ: ΘΕΜΗΣ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗΣ)

ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ ΠΑΝΤΑ ΕΙΧΑΜΕ ΜΕΓΑΛΟ ΖΩΝΤΑΝΟ –ΜΟΥΛΑΡΙ- ΓΙΑΤΙ ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΕΙΧΕ ΚΑΙ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ. ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ, ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ ΓΙΑ ΤΑ ΚΑΠΝΟΧΩΡΑΦΑ. ΑΡΧΙΚΑ ΣΤΟ ΦΡΕΣΚΑΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΟΡΓΩΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΑΝΟΙΓΜΑ ΑΡΑΔΩΝ ΣΤΗ ΦΥΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ. ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΚΟΥΒΑΛΟΥΣΕ ΞΥΛΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΟΜΠΑ, ΚΑΙ ΟΞΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΡΟΠΟΙΟΥΣ. Η ΟΞΙΑ ΗΤΑΝ ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΞΥΛΟ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΚΤΙΝΕΣ ΚΑΙ ΤΗ ΣΤΕΦΑΝΗ ΣΤΙΣ ΡΟΔΕΣ ΤΩΝ ΚΑΡΩΝ (ΠΑΡΜΑΚΙΑ). ΤΟ ΧΕΙΜΩΝΑ, Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ ΠΗΓΑΙΝΕ ΣΤΟ ΒΟΥΝΟ. ΕΚΕΙ ΕΜΕΝΕ ΠΕΡΙΠΟΥ 8 ΜΕΡΟΝΥΧΤΑ ΚΑΙ ΚΟΙΜΟΤΑΝ ΣΕ ΣΠΗΛΙΑ. ΕΚΟΒΕ ΞΥΛΑ ΚΙ ΕΚΑΝΕ ΚΑΜΙΝΙ ΓΙΑ ΞΥΛΟΚΑΡΒΟΥΝΑ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΘΕΛΕΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ ΤΕΧΝΙΚΗ. ΩΣΤΟΣΟ ΕΙΧΕ ΜΙΛΗΣΕΙ ΚΑΙ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΧΩΡΙΑΝΟΥΣ ΠΟΥ ΗΘΕΛΑΝ ΚΑΡΒΟΥΝΑ ΚΑΙ ΠΗΓΑΙΝΑΝ ΚΑΙ ΑΥΤΟΙ ΣΤΟ ΜΕΡΟΣ ΠΟΥ ΗΤΑΝ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ ΚΑΙ ΚΑΤΕΒΑΖΑΝ ΤΑ ΚΑΡΒΟΥΝΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ. ΤΟΤΕ, ΟΛΑ ΦΟΡΤΩΝΟΝΤΑΝ ΜΕ ΣΑΜΑΡΙ ΣΤΑ ΖΩΑ, ΑΡΑ ΥΠΗΡΧΑΝ ΚΑΙ ΠΟΛΛΑ ΖΩΑ.
ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΟΥ, ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΥΠΗΡΧΑΝ ΔΥΟ ΠΕΤΑΛΩΤΕΣ. Ο ΚΑΡΑΔΟΜΝΑΣ Ο
ΔΗΜΗΤΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΤΣΑΛΙΚΗΣ Ο ΚΩΣΤΑΣ. ΤΟ ΠΕΤΑΛΩΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΗΤΑΝ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΠΟΥ ΗΤΑΝ Ο ΦΟΥΡΝΟΣ ΤΟΥ ΣΤΑΜΑΤΗ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΓΛΟΥ (ΝΥΝ ΦΟΥΡΝΟΣ ΣΤΕΛΙΟΥ ΚΟΥΚΑΡΙΩΤΗ) ΠΙΟ ΠΑΝΩ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΑΠΟ ΤΟΥ ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΥ ΤΟ ΣΠΙΤΙ. ΤΟ ΑΛΛΟ ΗΤΑΝ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ, ΣΤΟΝ ΠΛΑΤΑΝΟ (ΠΕΡΙΟΧΗ ΠΑΛΙΟΥ ΠΑΙΔΙΚΟΥ ΣΤΑΘΜΟΥ). ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΛΑΤΑΝΙ ΗΤΑΝ ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ. ΕΙΧΕ ΕΝΑ ΤΟΙΧΟ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΡΜΟ ΚΑΙ ΣΑΝ ΠΑΓΚΑΚΙ ΤΑ ΓΕΡΟΝΤΙΑ ΕΛΥΝΑΝ ΟΛΑ ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥΣ. Ο ΚΑΡΑΔΟΜΝΑΣ Ο ΔΗΜΗΤΡΟΣ ΗΤΑΝ ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΡΑ ΚΑΙ ΠΙΟ ΕΜΠΕΙΡΟΣ. ΕΚΕΙ ΜΑΖΕΥΟΜΑΣΤΑΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΧΑΖΕΥΑΜΕ. ΗΤΑΝ ΚΑΤΙ ΓΙΑ ΜΑΣ ΚΑΘΩΣ ΕΙΧΕ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΙΚΗ ΤΟΥ. ΤΑ ΠΕΤΑΛΑ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΣΕ ΗΤΑΝ ΔΥΟ ΕΙΔΩΝ. ΤΑ ΙΣΙΑ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΛΑΜΑΡΙΝΑ ΜΕ ΤΡΥΠΟΥΛΕΣ ΓΥΡΩ – ΓΥΡΩ ΠΟΥ ΚΑΡΦΩΝΟΤΑΝ ΣΤΟ ΠΕΛΜΑ ΚΑΘΕ ΖΩΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΤΑΔΕΣ -ΕΤΣΙ ΤΑ ΛΕΓΑΝ- ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΜΑΣΙΦ ΛΑΜΑ ΓΥΡΙΣΜΕΝΗ ΣΤΟ ΚΑΜΙΝΙ ΜΕ ΔΥΟ ΤΑΚΟΥΝΑΚΙΑ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ. ΚΑΙ ΑΥΤΑ ΚΑΡΦΩΝΟΤΑΝ ΜΕ ΚΑΡΦΙΑ ΑΛΛΟΥ ΠΡΟΦΙΛ. ΓΙΑ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΤΟ ΠΕΤΑΛΩΜΑ, ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ ΠΡΟΕΡΓΑΣΙΑ. ΑΡΧΙΚΑ ΝΑ ΤΟΥ ΚΟΨΕΙ ΤΑ ΝΥΧΙΑ ΚΑΙ ΝΑ ΤΑ ΦΟΡΜΑΡΕΙ. ΑΦΟΥ ΚΑΡΦΩΝΕ ΤΑ ΠΕΤΑΛΑ, ΣΤΟ ΤΕΛΕΙΩΜΑ, ΕΠΑΙΡΝΕ ΤΗΝ ΛΙΜΑ (ΡΑΣΠΑ) ΚΙ ΕΦΕΡΝΕ  ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟ ΝΥΧΙ ΜΕ ΤΟ ΠΕΤΑΛΟ. ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΚΑΛΑ ΤΑ ΛΕΜΕ, ΟΜΩΣ ΑΝ ΤΟ ΖΩΟ ΗΤΑΝ ΜΙΚΡΟ ΚΑΙ ΗΤΑΝ Η ΠΡΩΤΗ ΤΟΥ ΦΟΡΑ ΓΙΝΟΤΑΝ ΧΑΜΟΣ. ΚΑΤΙ ΚΛΩΤΣΙΕΣ ΠΟΥ ΝΑ ΣΑΣ ΛΕΩ. ΟΙ ΜΑΣΤΟΡΕΣ ΟΜΩΣ ΕΙΧΑΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΙΚΗ ΤΟΥΣ ΠΟΥ ΑΚΙΝΗΤΟΠΟΙΟΥΣΑΝ ΤΑ ΖΩΑ. ΕΤΣΙ ΚΙ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ. ΕΙΧΑΜΕ ΕΝΑ ΜΟΥΛΑΡΙ ΑΠΟ ΜΙΚΡΟ (ΠΟΥΛΑΡΙ). ΕΓΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΥΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΠΙΣΤΡΙ (ΤΑ ΛΟΥΡΙΑ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΤΟΥ) ΚΙ ΑΥΤΟΣ
ΜΕ ΕΝΑ ΣΑΛΤΟ ΕΠΙΑΝΕ ΣΤΟ ΠΙΣΩ ΠΟΔΙ ΣΤΟ ΠΑΝΩ ΜΕΡΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΠΡΟΣΤΙΝΗ
ΠΛΕΥΡΑ ΤΟ ΝΕΥΡΟ ΤΟΥ ΣΦΙΧΤΑ. ΤΟ ΖΩΟ ΕΜΕΝΕ ΑΚΙΝΗΤΟ ΤΕΛΕΙΩΣ ΚΙ ΕΓΩ ΤΟΥ ΠΕΡΝΑΓΑ ΣΧΟΙΝΙ ΔΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΠΙΣΩ ΜΕ ΤΟ ΜΠΡΟΣΤΑ ΠΟΔΙ ΣΕ ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΠΟΥ ΝΑ ΜΗ ΤΟΥ ΕΠΙΤΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΛΩΤΣΑΕΙ. ΓΙΑ ΛΙΓΗ ΩΡΑ ΕΚΑΝΕ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΝΑ ΚΛΩΤΣΗΣΕΙ, ΟΜΩΣ ΤΟ ΣΧΟΙΝΙ ΤΟ ΚΡΑΤΟΥΣΕ ΚΑΙ ΚΟΥΡΑΖΟΤΑΝ. ΜΕΤΑ ΤΟ ΕΚΑΝΑΝ ΟΤΙ ΗΘΕΛΑΝ. ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΜΕΤΑ ΤΟ ΠΕΤΑΛΩΜΑ, ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΠΑΝΤΑ ΤΕΛΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΖΩΟ ΚΑΘΩΣ ΣΠΑΝΙΩΣ ΕΙΧΕ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ, ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΣΥΝΗΘΙΣΕΙ ΤΑ ΝΕΑ ΤΟΥ ΥΠΟΔΗΜΑΤΑ.

_______________________________________________________________________________
Ο ΚΑΡΟΠΟΙΟΣ
(ΑΡΘΡΟ: ΘΕΜΗΣ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗΣ)
φωτογραφία: www.thrakiki.gr

Μιλήσαμε για τον πεταλωτή, ας μάθουμε τώρα για τον καροποιό. Στην Αδριανή θυμάμαι δυο καροποιεία. Του Αλέκου Αραμπατζή και του Μιχάλη Μιχαηλίδη. Δεν ασχολούνταν μόνο με τα κάρα (σούστες) αλλά και με άλλες εργασίες γύρω από εργαλεία, τις τσάπες, τα δικέλλια, τα υνιά για τα αλέτρια κ.τ.λ. Το υνί  είναι το μαχαίρι στο αλέτρι. Αυτό κόβει το χώμα και είναι αφαιρούμενο με δυο βίδες. Όταν δεν έκοβε καλά το αφαιρούσαμε και το πηγαίναμε ή στον Αλέκο ή στον Μιχάλη τον Τάζογλου και τα δούλευαν εν θερμώ στο καμίνι να γίνουν κοφτερά. Αυτό για δυο φορές, μετά αγοράζαμε καινούργιο.
Όλοι έχουμε δει το κάρο, με δύο ή τέσσερις ρόδες. Με δύο ήταν ελαφρύ τύπου για γαϊδουράκια και το στάθμευες όπου ήθελες με τα χέρια. Τέτοια είχε αρκετά στο χωριό και συνήθως τα είχαν αυτοί που είχαν μικρή παραγωγή η δεν είχαν χώρο για μεγαλύτερο. Μετά ήταν τα μεγάλα κάρα (βοϊδάμαξα βαρέως τύπου), όπως σήμερα θα λέγαμε μονομπλόκ σασί για πολλά βάρη. Αυτά τα δούλευαν με άλογα. Στην εξέλιξη ήρθαν οι σούστες, πιο μαζεμένα με τέσσερις ρόδες. Σούστα λεγόταν γιατί είχε ανάρτηση πίσω-μπρος. Ανάλογα πόσο βαρέως τύπου την ήθελες, σου έβαζαν και τα ανάλογα φύλλα σούστας. Αυτή που είχαμε εμείς ήταν βαρέως τύπου. Στη φυτεία του καπνού γέμιζα τρεις βαρέλες με νερό και δεν καθόταν οι σούστες, ενώ όταν φόρτωνα το σιτάρι από την κομπίνα μέχρι 1000 κιλά το καταλάβαινε.
Όλη η τέχνη στον καροποιό ήταν οι ρόδες. Οι ακτίνες, η στεφάνη, όλα χειροποίητα από ξύλο οξιάς. 8 ώρες μακριά από το χωριό είναι τα δάση απ’ όπου έφερναν ξύλα με τα ζώα. Έκοβαν στην κορδέλα τους κορμούς σε τετράγωνα, στα μήκη που ήθελαν και τα αποθήκευαν  πολύ καιρό για να στεγνώσουν καλά .Το στρογγύλευμα του ξύλου της ακτίνας γινόταν με το χέρι. Μετά ήταν η στεφάνη από σίδερο που το δούλευαν στο καμίνι να γίνει το στρογγύλευμα και ο ομφαλός είχε πολύ δουλεία. Τώρα πως έβαζαν τη στεφάνη το σίδερο στη ξύλινη ρόδα. Έβαζαν τη στεφάνη τη σιδερένια σε τάκους να μη ακουμπά στο χώμα και γύρω-γύρω ξυλαράκια στην αρχή και μετά πιο μεγάλα αρκετή ώρα μέχρι η λάμα να κοκκινίσει, ωστόσο είχαν στερεωμένη καλά την ξύλινη ρόδα έπαιρναν τη στεφάνη με τσιμπίδες και γρήγορα την κάθιζαν στη ρόδα και γρήγορα με σφυριά τη χτυπούσαν σε όλη την περιφέρεια και καθόταν μια χαρά. Έπαιρναν και τα ξύλα φωτιά όλα γίνονταν μια χαρά. και μετά πολύ νερό για να σβήσει η φωτιά και να κρυώσει το σίδερο. Θα καταλάβατε ότι όλο αυτό γίνονταν για τη διαστολή του σιδήρου ώστε να γίνει πολύ καλή εφαρμογή και να μη διαλύσει η ρόδα το καλοκαίρι με τη ζέστη. Οι ρόδες με τον άξονα δεν είχαν ρουλεμάν αλλά ήταν με δαχτυλίδι. Στη φυτεία βάζαμε πιο συχνά γράσο γιατί μπαίναμε μέσα στις γκιόλες να γεμίσουμε τα βαρέλια γρήγορα με νερό (η γκιόλα για όσους δε ξέρουν είναι η χωμάτινη δεξαμενή με 1-2 μέτρα νερό όπου έμπαινες μέσα με τη σούστα και το ζώο). Μετά γινόταν το κάσωμα και η βαφή. Ανάλογα πως την ήθελες με φρου-φρου ή σκέτο ένα χρώμα. Στον Άγιο Αθανάσιο (Μπόργιανη) είχαν οργανωθεί καλύτερα και τις έβαφαν με πολλά και ωραία χρώματα και λουλουδάκια. Πολύ καλή δουλειά. Γι’ αυτό είχαν πελάτες από όλη την Ελλάδα.
Το ζέψιμο του ζώου στη σούστα, είχε δυο τρόπους. Με αλυσίδες και με στραβόξυλο. Το στραβόξυλο είναι ένα τόξο κλειστό πάνω απ’ κεφάλι του ζώου. Βάζαμε το χαμούτι στο λαιμό του ή με αλυσίδες ή με λουριά για στραβόξυλο. Η άλλη εξάρτηση του ζώου ήταν το καπίστρι. Αυτό το βάζαμε στο κεφάλι και συγχρόνως περνάγαμε κι ένα σίδερο στο στόμα του. Πάνω σε αυτό το σίδερο ήταν τα χαλινάρια (τιμόνι). Στα μάτια του είχε και δυο παρωπίδες για να βλέπει μόνο εμπρός. Με τις σούστες υπήρχαν προβλήματα με τις κατηφόρες, ιδιαίτερα σε άσφαλτο. Γι’ αυτό το λόγο τις εφοδίαζαν με φρένο. Ιδιαίτερα όταν πηγαίναμε διακοπές στην Καβάλα, στην Καλαμίτσα υπήρχαν πολλά «γκιντίκια» (έτσι λένε τις ανηφόρες-κατηφόρες) και για να μη γλιστράμε, φρένο. Το φρένο ήταν ένα παπούτσι σιδερένιο με ένα κομμάτι αλυσίδας. Ανάλογα το μήκος, σηκώναμε τη μια ρόδα από τις πίσω και την καθίζαμε επάνω στο φρένο. Την αλυσίδα την δέναμε κάπου επάνω στη σούστα, οπότε υπήρχε η τριβή του φρένου. Στην κατηφόρα το ζώο έκανε μια σχετική προσπάθεια και έτσι ο οδηγός ήταν ήσυχος.