Κυριακή 3 Απριλίου 2011

ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΘΕΜΗ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΛΛΙΕΡΓΙΑ ΚΑΠΝΟΥ ΣΤΗΝ ΑΔΡΙΑΝΗ


Άρθρο του Θέμη Κουγιουμτζή – Φωτογραφία Στέλιος Δερμισιάδης
Η φωτογραφία απεικονίζει τον κ. Δερμισιάδη Στέλιο με τον πατέρα του. Αδριανή, Μάρτιος 1958.

Από μια φωτογραφία που έβαλε ένας πατριώτης, μου ήρθε μια ιδέα να γράψω για την καλλιέργεια του καπνού, γιατί αυτή την εποχή ξεκινούσαμε. Αν και δεν είμαι καλός στη γραφή, θα το προσπαθήσω.
Αυτή την εποχή ετοιμάζαμε τα φυτώρια (οτζάκια) -έτσι τα έλεγαν οι πρόσφυγες- (χασλαμάδες) οι εντόπιοι. Το καλύτερο μέρος ήταν το «Τσάι περιοχή», γιατί μόνο εκεί είχε νερό την εποχή εκείνη. Σε ξέφωτα ανάμεσα στα πλατάνια, γιατί και εύκολα δουλευόταν και δεν είχε και πέτρες. Μετά από ένα καλό όργωμα το χωρίζαμε στο φάρδος που θέλαμε, έπειτα τσουγκράνισμα καλό, ρίχναμε το σπόρο με στάχτη για να βλέπουμε που πάει γιατί είναι πολύ λεπτός και πάτημα καλό με ίσια παπούτσια -κάτι λαστιχένια που είχαμε- και από πάνω ρίχναμε ψιλή κοπριά με το χέρι και το παραδίναμε στη φύση, στους κρεμμυδοφάγους, στους τυφλοπόντικες κλπ. Μετά άρχιζε το πότισμα. Ο κάθε παραγωγός είχε τη δική του πηγή ή συνεταιρικά. Σκάψιμο 5-7 μέτρα, σκαλιά, το στερέωνες με ξύλα γιατί μπάζωνε, έκανες μια μικρή «γκιόλα» -όπως τη λέγαμε- και με τα ποτιστήρια (μπρίκες) κουβαλούσαμε το νερό και 50 μέτρα μακριά. Γι’ αυτό τα χέρια αυτών που πότιζαν ήταν πιο μακριά. Όταν φύτρωνε, άρχιζε το ξεβοτάνισμα από τα αγριόχορτα και κανένα ράντισμα με γαλαζόπετρα, όχι δηλητήριο. Μετά όμως από κάποια χρόνια μας βγήκε ο περονόσπορος. Καταστροφή. Τα έτρωγε τα φυτά. Ιδιαίτερα αν έκανε βροχή και σε λίγο ήλιο ήταν το τέλος τους.
 Όταν το φυτώριο ήταν έτοιμο άρχιζε η φυτεία στο χωράφι. Πόλεμος. Να τρέχει ο κόσμος το πρωί στο φυτώριο να βγάζει φυτά και μετά στο χωράφι. Στην ετοιμασία, κάποιος με την τσάπα άνοιγε (αράδες) για άλλους τα (καρίκια) και με το φυτευτήρι (μπασκί) έβαζες ένα φυτό -και προσοχή- όλα στην ίδια ευθεία και κανονικές αποστάσεις μεταξύ τους. Στο τέλος το πότισμα. Κι αυτό είχε τη φασαρία του. Που να βρεις νερό στον κάμπο; Πάνω από τις γραμμές «ουζούμπορο», «γιαπαντζακα», «κολύμπες», «γεμέτσια», «δραμαγιαλου», «μπαλούμπεη», «ηνιλίκια», «αμπελοτόπι», «κουρμπατζακα» κλπ. ήταν οι τοποθεσίες που ήταν τα καπνά.
Αφού βοηθούσε ο καιρός και μεγάλωναν με τη φροντίδα μας, πάντα άρχιζε άλλο δράμα, το μάζεμα φύλλο-φύλλο (σπάσιμο), στο σπίτι το (βελόνιασμα), (σαρίκια) και κρέμασμα στα (βαγόνια) για να στεγνώσουν, να ξεραθούν. Όλοι οι δρόμοι γεμάτοι βαγόνια. Το πρόβλημα ήταν γι’ αυτούς που δεν είχαν μεγάλη αυλή. Το βαγόνι ήταν ένα τελάρο παραλληλόγραμμο 2,5 μ. επί 1,5 μ. και εκεί κάθετα είχε σειρές καρφιά και κρεμούσες τα σαρίκια. Το σαρίκι ήταν σχοινί στο μήκος του βαγονιού που είχες περάσει τα φύλλα το καπνού. Και προσοχή στη βροχή. Αν ήταν και νύχτα, ο ένας γείτονας φώναζε τον άλλο να τα μαζέψουμε μη βραχούν και ξανά έξω μόλις πάψη η βροχή. Πολλές ώρες δουλειάς στο σπάσιμο. Μετά τα κάναμε (κιοντέδες) και κρέμασμα στο ταβάνι. Παλιά τα σπίτια μας δεν είχαν παντού ταβάνι. Ο λόγος ήταν αυτός για τον καπνό.
Τον Οκτώβριο άρχιζε το (παστάλι). Άρχιζε αντίστροφη σειρά. Τα κατεβάζαμε από το ταβάνι και τα βάζαμε στο «κουγιού» υπόγειο με χώμα και πολύ υγρασία να μαλακώσουν για επεξεργασία. Μετά οι μπαμπάδες έκαναν τους (γύρους) και μετά τα (δέματα), που ήταν και το τελευταίο στάδιο.
Τώρα άρχιζε όμως το πιο δύσκολο μέρος. Η πώληση. Το κράτος δε σε προστάτευε καθόλου. Υπήρχαν στο χωριό κάποιοι που έκαναν τους μεσίτες. Ερχόταν οι εταιρίες και οι έμποροι έπαιρναν μια απόφαση μεταξύ τους για την τιμή κατά κιλό και έπρεπε να γίνει και οπτικός έλεγχος ποιότητος. Αν τα είχες καλά με το μεσίτη, σου έφερνε τους εμπόρους. Αν όχι, σε προσπερνούσε κι ας είχες καλό καπνό. Κι αν πέρναγε και η περίοδος αυτή, έφευγαν οι έμποροι και μετά ερχόταν η Εφορία και σε υποχρέωνε να τον κάψεις. Φορτώναμε στο κάρο όλο τον καπνό και στο «ρέμα αλάνα», κάτω από του Κολώνη το σπίτι, φωτιά και σου έδιναν μια δραχμή το κιλό. Άντε κουράγιο να ξαναβάλεις καπνό. Όσο διάστημα κρατούσε η πώληση, ερχόταν ο καιρός να αρχίσεις την καινούργια παραγωγή. Και άρχιζαν τα δάνεια και πάντα χρεωμένοι.
Κάποιοι μπορεί να τα έζησαν ή να τα άκουσαν απ’ τους παππούδες τους ή τους πατεράδες. Πολύ τυράννια. Γι’ αυτό το λόγο έφυγαν στη Γερμάνια και άδειασε το χωριό. Πιστεύω τώρα οι αγρότες -όσοι είναι- να είναι καλύτερα. Αν κάπου έχω λάθος θέλω παρατηρήσεις και διορθώσεις. Γεια σας παιδιά.

1 σχόλιο:

stelios είπε...

με μεγάλη λεπτομέρεια τα γράφεις όλα Θέμη, εγώ θά ήθελα να προσθέσω το ξενύχτι πού τραβούσαμε την εποχή τού σπασίματος, από τις μία πρωί πηγαίναμε στο χωράφι γιατί ο ήλιος δυσκόλευε το σπάσιμο αλλά και γιά να μας μείνουν ώρες καί γιά το μαρτυρικό βελόνιασμα το λέω μαρτυρικό γιατί όταν βελονιάζαμε νυστάζαμε καθ΄ ότι ξενύχτηδες με αποτέλεσμα να τρυπάμε το δάχτυλό μας αντί το φύλλο καί πάντα το ίδιο, μετά το τρύπημα ξυπνούσαμε καί πάλι από την αρχή έως το επόμενο τρύπημα.